- επισφύριον
- ἐπισφύριον, τὸ (Α)1. στον πληθ. τὰ ἐπισφύριαα) πόρπη με την οποία στερέωναν τις περικνημίδες στα σφυρά («κνημίδας... ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας», Ομ. Ιλ.)β) το πάνω μέρος τής άρθρωσης στα σφυρά, τα σφυρά2. ως επίθ. ἐπισφύριος, -ον και ἐπίσφυρος, -οναυτός που βρίσκεται πάνω στα σφυρά (για τον σωληνοειδή μηνίσκο, lunula, που υπήρχε πάνω στα σανδάλια τών Ρωμαίων γερουσιαστών, σύμβολο ευγενείας).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφυρόν «αστράγαλος»].
Dictionary of Greek. 2013.